- θανάσιμος
- -η, -ο (AM θανάσιμος, -ον) [θάνατος]αυτός που επιφέρει τον θάνατο, ο θανατηφόρος (α. «θανάσιμο τραύμα» β. «θηρία θανάσιμα» — ερπετά με θανατηφόρο δηλητήριο)νεοελλ.1. (για κακή πράξη ή αδίκημα) ασυγχώρητος, βαρύτατος2. το αρσ. ως ουσ. ο θανάσιμοςκολεόπτερο έντομο τής οικογένειας κληρίδες3. φρ. α) «θανάσιμο αμάρτημα» — βαρύτατο αμάρτημα, το οποίο δεν είναι δυνατόν να συγχωρηθείβ) «θανάσιμο μίσος» — υπερβολικό μίσος που δεν εξαλείφεται παρά μόνο με τον θάνατο τού μισητού προσώπουγ) «θανάσιμος εχθρός» — εχθρός μέχρι θανάτου, με τον οποίο δεν υπάρχει δυνατότητα συνδιαλλαγήςμσν.καταστρεπτικός, πολύ επιζήμιοςαρχ.1. ετοιμοθάνατος2. νεκρός3. αυτός που υπόκειται στον θάνατο, ο θνητός5. φρ. α) «θανάσιμον αἷμα» — το αίμα από θανάσιμο χτύπημαβ) «θανάσιμος γόος» — μοιρολόι5. το ουδ. ως ουσ. τό θανάσιμονουσία που επιφέρει τον θάνατο.επίρρ...θανασίμως και θανάσιμα (Α θανασίμως και θανάσιμα)με θανάσιμο τρόπο, θανατηφόρωςνεοελλ.μέχρι θανάτου.
Dictionary of Greek. 2013.